- ληνόπιθος
- ληνό-πῐθος, ὁ,A vat, PMasp.97.2 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληνόπιθος — ληνόπιθος, ὁ (Μ) μεγάλος πίθος ή κάδος σε σχήμα ληνού, πατητηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + πίθος] … Dictionary of Greek